- μέρος
- το (ΑM μέρος)1. τμήμα ενός όλου, τεμάχιο, κομμάτι (α. «γκρεμίστηκε ένα μέρος τού τοίχου» β. «κίνησις γὰρ αὕτη δὴ μεγίστη τοῑς Ἕλλησιν ἐγένετο καὶ μέρει τινὶ τῶν βαρβάρων», Θουκ.)2. αυτό που αναλογεί στον καθένα, μερίδιο, μέρισμα, μερτικό («πήρε το μέρος του από τα χρήματα τής κληρονομιάς και έφυγε στα ξένα»3. τοποθεσία, περιοχή (α. «έχτισαν το σπίτι σε ωραίο μέρος» β. «καὶ νῡν ἐσμὲν ἐν Κάδης πόλει, ἐκ μέρους τῶν ὁρίων σου», ΠΔ)4. τμήμα τόπου, θέση, σημείο, πλευρά (α. «καθόταν στο αριστερό μέρος» β.«καὶ δούλκιον ἐποίει ὁ κύριος Θεοφύλακτος ὁ Πατριάρχης ἐπὶ τὸ μέρος τοῡ εὐκτηρίου», Κ. Πορφ.)5. η συμμετοχή κάποιου σε ένα έργο ή σε μια πράξη (α. «έχει κι αυτός ένα μέρος τής ευθύνης για την περίθαλψη τών σεισμοπλήκτων» β. «αὐτῶν τῶν ἔργων, δι' ἅπερ ἡ πόλις ἐσώθη οὐκ ἔλαττον μέρος οἱ ἐμοὶ πρόγονοι συνεβάλοντο», Ανδοκ.)6. τμήμα ή σημείο τού σώματος (α. «σε ποιο μέρος πονάς;» β. «τῶν τοῡ σώματος αὐτοῡ μελῶν καὶ μερῶν», Πλάτ.)7. (για λόγο) τμήμα κειμένου, χωρίο, απόσπασμα («διάβασε ένα μέρος μόνο από την εισήγησή του»)8. (για πρόσ.) ομάδα, τάξη («καὶ μὴ τῇ προαιρέσει τῶν κοινῶν ἐν τῷ τῶν ἐναντίων μέρει τετάχθαι», Δημοσθ.)9. φρ. α) «μέρη τού λόγου»γραμμ. οι μεγάλες ομάδες τών λέξεων στις οποίες υποδιαιρείται το γλωσσικό υλικό κάθε γλώσσας με βάση τον τύπο τους ή με βάση τη λειτουργία τους στη σύνταξηβ) «κατά μέρος» — ιδιαιτέρως, ξεχωριστά, κατ' ιδίανγ) «εκ μέρους κάποιου» ή «από μέρους κάποιου» από πλευράς κάποιουαπό κάποιον, σε ό,τι αφορά κάποιονδ) «ο επί μέρους» — ο μερικός, ο λεπτομερειακός, ο ιδιαίτεροςνεοελλ.1. τόπος καταγωγής, πατρίδα («θα πάνε πάλι στα μέρη τους»)2. θεατρικός ρόλος3. κοινωνική, στρατιωτική ή πολιτική δράση, ενεργός συμμετοχή4. (κατ' ευφημ.) αποχωρητήριο5. φρ. α) «λαμβάνω μέρος» ή «έχω μέρος» ή «παίρνω μέρος» — μετέχω, συμμετέχωβ) «αφήνω κατά μέρος» ή «βάζω κατά μέρος» ή «έχω κατά μέρος»i) παραμερίζω, δεν χρησιμοποιώii) τοποθετώ κάτι σε ιδιαίτερη θέση, αποταμιεύω, φυλάγωiii) απορρίπτωγ) «εν μέρει» — μερικώς, κάπως, ώς έναν βαθμόδ) «έρχομαι με το μέρος κάποιου» ή «παίρνω το μέρος κάποιου» ή «πηγαίνω με το μέρος κάποιου» — υπερασπίζω, υποστηρίζω, ακολουθώ τις απόψεις κάποιουε) «τί μέρος τού λόγου είναι αυτός ο άνθρωπος» — τί λογής είναι ο άνθρωπος αυτός, ποιο είναι το ποιόν ή ποια είναι η αξία του; στ) «μέρος και όλο(ν)»(φιλοσ.) φιλοσοφικές κατηγορίες που δηλώνουν ένα σύνολο δυναμικά δομημένο και σχετικά σταθερό, ένα ολοκληρωμένο σύστημα χαρακτηριζόμενο από την ύπαρξη σύνθετων δεσμών, αμοιβαίων δράσεων και αλληλεπιδράσεων μεταξύ τών συστατικών στοιχείων τού συνόλου, αφ' ενός, και μεταξύ τών στοιχείων αυτών και τού συνόλου, αφ' ετέρουνεοελλ.-μσν.1. (για άτομα, ομάδες, οργανισμούς, χώρες ή κράτη) καθένας από τους μετέχοντες σε μια οικονομική, πολιτική κ.ά. φύσης σύμβαση ή σε μια κοινή ενέργεια («τα συμβαλλόμενα μέρη αποφάσισαν να συνεργαστούν στενότερα σε όλους τους τομείς»)2. αντίδικη πλευρά, διάδικος3. φρ. «εκ μέρους κάποιου» ή «ἐκ τὸ μέρος κάποιου» — εξ ονόματος κάποιουμσν.1. η στρατιωτική μονάδα που αποτελούνταν από δύο ή από τρεις μοίρες2. φρ. α) «.ἄνω μέρου» — περισσότεροβ) «ἀπάνω μέρου» — προηγουμένως, παραπάνωγ) «εἰς κάποιον μέρος» — κάπως, ώς έναν βαθμόδ) «εἰς μέρος» — παράμερα, στην άκρηε) «γίνομαι εἰς μέρος» — αποχωρίζομαι, αποσχίζομαιστ) «ἔχω μέρος εἰς κάτι»i) συμμετέχωii) ενέχομαιζ) «έχω μέρος με κάποιον»i) σχετίζομαι, συνδέομαιii) μοιάζωη) «θέτω εις μέρος» — παραμερίζω, αποβάλλωθ) «κόβονται τά μέρη μου» — αποκάμνω, παραλύω(μσν.-αρχ.)·1. τμήμα, υποδιαίρεση στρατεύματος2. (στον ιππόδρομο) η φατρία3. (η αιτ. ως επίρρ.) μερικώς, εν μέρει («ὃ διὰ τὴν ὕλην μέρος τι ἐγένετο», Θουκ.)αρχ.1. μοίρα, πεπρωμένο («ἔχετον κοινοῡ θανάτου μέρος ἄμφω», Σοφ.)2. η σειρά κάποιου, η θέση, η αράδα («ὄταν ἥκῃ μέρος ἔργων» — όταν έλθει η σειρά τών έργων, Αισχύλ.)3. μαθημ. υποδιαίρεση, υποπολλαπλάσιο4. στον πληθ. τὰ μέρηοι παρονομαστές τών κλασμάτων5. φρ. α) «πρὸς μέρος» — κατ' αναλογίαβ) «τὸ ἐμὸν μέρος» ή «τοὐμὸν μέρος» — όσον αφορά εμέναγ) «ἀνὰ μέρος» ή «ἐν μέρει» — κατά σειρά, κατά διαδοχήδ) «ἐν τῷ μέρει» ή «παρὰ τὸ μέρος» — με τη σειρά κάποιουε) «τὸ πλεῑστον μέρος» ή «ἐκ τοῡ πλείστου μέρους» ή «κατὰ τὸ πολὺ μέρος» — ως επί το πλείστονστ) «ὁ κατὰ μέρος» — ο ιδιαίτερος, ο μερικόςζ) «ἐκ μέρους ή «ἀπὸ μέρους» — μερικώςη) «μέρος τής λέξεως»i) στοιχείο τού λόγου, τής ομιλίαςii) λέξηθ) «τίθημι ἐν μέρει τινός» ή «εἰμὶ ἐν μέρει τινός» ή «γίγνομαι ἐν μέρει τινός» — θεωρώ ή θεωρούμαιι) «ἐν προσθήκης μέρει» — ως πρόσθετο, ως παράρτημαια) «εἰς μέρος τινός κατατίθεμαι» — θεωρώ ως κάτιιβ) «ἐν οὐδενὸς μέρει»(για πρόσ.) ανάξιος λόγου, ασήμαντος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μερ- τού μείρομαι*.ΠΑΡ. μερίς(-ίδα), μερίδιο(ν), μερικόςαρχ.μέρεια(αρχ.-μνσ.) μερίτηςμσν. μεράδιοςμσν.- νεοελλ.μεριά.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μέροθεν, μεράρχηςμσν.μεροποιόςνεοελλ.μέραρχος, μερολήπτης. (Β' συνθετικό) α) σε -μερής: αδρομερής, ανομοιομερής, διμερής, εξαμερής, επταμερής, ετερομερής, ισομερής, λεπτομερής, μονομερής, οκταμερής, ομοιομερής, πενταμερής, τετραμερής, τριμερήςαρχ.αμερής, μεγαλομερής, μικρομερής, ολομερής, ποδομερής, υπεπιμερήςνεοελλ.αμφιμερής, ανισομερής, αυξομερής, ολιγομερής, πολυμερήςβ) σε -μέρος: νεοελλ. απόμερος, μονόμερος.
Dictionary of Greek. 2013.